- ομοτυπικός
- -ή, -ό [ομοτυπία]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομοτυπία, ο σχετικός με την ομοτυπία2. φρ. «ομοτυπική κληρονομικότητα» — η μεταβίβαση από τους γονείς στα τέκνα διαφόρων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων τών μερών τού σώματός τους.
Dictionary of Greek. 2013.